επιφωνώ — (AM ἐπιφωνῶ, έω) φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ) μσν. 1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω 2. προσφωνώ 3. διατάζω 4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαι α) συμβουλεύω, προτρέπω β) παραγγέλνω, διατάζω γ) γνωστοποιώ αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
επιφώνημα — Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά … Dictionary of Greek
επιφώνηση — η (AM ἐπιφώνησις) [επιφωνώ] κραυγή, αναφώνηση, έκφραση αισθημάτων ή συναισθημάτων με επιφώνημα («επιφώνηση θαυμασμού, αποδοκιμασίας» κ.λπ.) μσν. 1. υπόσχεση καταβολής χρέους 2. έντονη παρατήρηση με δυνατές φωνές αρχ. 1. (ρητορ.) σχήμα λόγου κατά… … Dictionary of Greek
προσεπιφωνώ — έω, Α [ἐπιφωνῶ] προσθέτω κάτι ακόμη στην ομιλία μου, λέγω κάτι ακόμη … Dictionary of Greek
συνεπιφωνώ — έω, Α [ἐπιφωνῶ] αναφωνώ μαζί με άλλους … Dictionary of Greek